- ἐπιστόλια
- ἐπιστόλιονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πνευματορήτωρ — ωρος, ὁ, Μ ρήτορας που αγορεύει εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα («τοῡ πνευματορήτορος Παῡλου τὰ ἐπιστόλια», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος+ ῥήτωρ] … Dictionary of Greek